σταντάρδο

σταντάρδο
Ν
βλ. σαντάρδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαντάρδο — και σταντάρδο, το, Ν 1. κοντός στην πρύμη πλοίου ο οποίος χρησιμεύει για την έπαρση τής σημαίας 2. (κατ επέκτ.) η σημαία τού πλοίου που είναι αναρτημένη στον κοντό αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. standard, ως επίθ. «καθιερωμένος, σταθερός», ενώ ως ουσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”